- παίνεμα
- τό1) хвала, восхваление; 2) хвастовство; 3) прям. , перен. реклама, рекламирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παίνεμα — το, ή παινεμός, ο [παινεύω] έπαινος, εγκώμιο … Dictionary of Greek
παίνεμα — το, ατος το εγκώμιο, η καύχηση: Καλημέρα της λες και αρχίζει τα παινέματα για τα παιδιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαίνεμα — και παίνεμα, το (Μ ἐπαίνεμα και παίνεμα) επαινετικός λόγος, έπαινος βλ. και παίνεμα … Dictionary of Greek
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… … Dictionary of Greek
παινεσιά — και παινεψιά, η [παινεύω] παίνεμα … Dictionary of Greek